Ο Ζίγκφριντ Κρακάουερ (1889-1966) ήταν Γερμανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, κοινωνιολόγος και θεωρητικός του κινηματογράφου. Το πλούσιο έργο του κινήθηκε στην τροχιά της παραγωγής της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Kracauer, Siegfried. «Η Σάλα του Ξενοδοχείου». Η Μάζα ως Διάκοσμος και Άλλα Δοκίμια. Εισ.-Μεταφρ: Γιώργος Σαγκριώτης. Αθήνα, Πλέθρον, 2018.
Η σάλα του ξενοδοχείου (1922) [απόσπασμα]
[…] Πότε πότε οι άνθρωποι υιοθετούν τη στάση του επισκέπτη. Αν όμως ο οίκος του Θεού είναι αφιερωμένος στην υπηρεσία Εκείνου τον οποίο ψάχνει κανείς εκεί, η σάλα του ξενοδοχείου χρησιμεύει σε όλους όσους δεν ψάχνουν σ’ αυτήν κανέναν. Είναι το πεδίο εκείνων που ούτε αναζητούν ούτε βρίσκουν τον διαρκώς αναζητούμενο, και έτσι είναι κατά κάποιον τρόπο επισκέπτες του χώρου καθ’ εαυτόν, του χώρου που τους περιβάλλει και είναι κατάλληλος μόνο για να τους περιβάλλει. Το απρόσωπο τίποτα που εκπροσωπείται από τον διευθυντή παίρνει εδώ τη θέση του Αγνώστου, στο όνομα του οποίου συγκεντρώνεται η εκκλησιαστική κοινότητα. Και ενώ η κοινότητα αυτή, για να εκπληρώσει τη σχέση, αναφωνεί το όνομα του και αφοσιώνεται στη λειτουργία, οι άνθρωποι που είναι διασκορπισμένοι στη σάλα αποδέχονται χωρίς να ρωτούν το ινκόγκνιτο εκείνου που τους φιλοξενεί. Είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση, που ενσταλάζονται στο κενό με την ίδια αναγκαιότητα, που ανυψώνονται από το πουθενά στον προορισμό τους, εκείνοι οι οποίοι αναζητούν την πραγματικότητα μέσα στην πραγματικότητα. (91) […] Αν όμως η παραμονή στο ξενοδοχείο δεν προσφέρει ούτε προοπτική ούτε διέξοδο, τότε δημιουργεί μια αναίτια απόσταση από την πραγματικότητα, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί στην καλύτερη περίπτωση αισθητικά, με τον όρο «αισθητικά» εννοούμενο εδώ ως προσδιορισμό του ανθρώπου χωρίς ύπαρξη, ως υπόλοιπο εκείνου του θετικού αισθητικού το οποίο καθιστά εφικτή τη σχέση με τη μη πραγματικότητα στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι άνθρωποι που κάθονται άπραγοι γύρω γύρω καταλαμβάνονται από μια ευαρέσκεια χωρίς διαφέρον για τον κόσμο που παράγει τον εαυτό του, τη σκοπιμότητα του οποίου αισθάνονται, χωρίς να μπορούν να τη συνδέσουν με την παράσταση ενός σκοπού. Ο καντιανός ορισμός του ωραίου[1] γνωρίζει εδώ μια μορφή πραγμάτωσης η οποία παλιώνει στα σοβαρά την απομόνωση του αισθητικού και την απουσία περιεχομένου, διότι στα κενωμένα άτομα του αστυνομικού μυθιστορήματος, που ως ορθολογικώς κατασκευασμένα συμπλέγματα είναι συκρίσιμα µε το υπερβατολογικό υποκείμενο, η αισθητική ικανότητα αποσπάται πράγματι από τον υπαρξιακό χαρακτήρα του συνολικού ανθρώπου και χάνει την πραγματικότητά της, μετατρεπόμενη σε μια καθαρά τυπική σχέση, η οποία σχετίζεται µε τον εαυτό µε τον ίδια αδιαφορία όπως και µε το υλικό. Ο ίδιος ο Καντ δεν μπορούσε να έχει συναίσθηση αυτού του φρικτού ντεμαράζ του υπερβατολογικού υποκειμένου, διότι θεωρούσε πως το υπερβατολογικό μεταβαίνει οµαλά στον προδιαμορφωμένο κόσμο του υποκειμένου-αντικειμένου. Το ότι ο Καντ, ακόμη και στο πεδίο του αισθητικού, δεν θυσιάζει εντελώς τον συνολικό άνθρωπο επιβεβαιώνεται από τον τρόπο που προσδιορίζει το υψηλό,[2] συσχετίζοντάς το µε το ηθικό και προσπαθώντας έτσι να ανασυναρμολογήσει τα υπολείμματα του κατακερματισμένου όλου. Φυσικά, στη σάλα του ξενοδοχείου το αισθητικό, που δεν έχει τίποτα το υψηλό, παριστάνεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι προθέσεις που στοχεύουν σε κάτι ανώτερο, ο δε τύπος «σκοπιμότητα χωρίς σκοπό»[3] εξαντλεί ταυτόχρονα το περιεχόμενό του. Όπως ή σάλα είναι ο χώρος που δεν παραπέμπει πέραν του εαυτού του, έτσι και η αισθητική κατάσταση που της αντιστοιχεί θέτει τον εαυτό της ως έσχατο όριο. Η διάρρηξη αυτού του ορίου είναι αδύνατη, όταν η ένταση που ωθεί στα διάρρηξη είναι ανεσταλμένη και τα ανδρείκελα της ratio, που δεν είναι ανθρωποι, αποτραβιούνται από τις δουλειές τους. Ωστόσο, το αισθητικό, το οποίο ανάγει τον εαυτό του σε τέλος, χάνει τις ρίζες του, συγκαλύπτει το ανώτερο, το οποίο θα έπρεπε να υποδεικνύει, και σημαίνει µόνο την ίδια την κενότητά του, ή οποία, κατά την κυριολεξία του καντιανού ορισμού, είναι μια σχέση δυνάμεων. Υπερβαίνει την κενή τυπική αρμονία μόνο όταν απαιτεί κάτι, όταν, αντί να αξιώνει αυτονομία, αφήνεται στην ένταση, ή οποία δεν σχετίζεται µε αυτό. Όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει τη μορφή, τότε μπορεί και το ωραίο να ωριμάσει· θα είναι τότε μια εκπληρωμένη ομορφιά, διότι δεν θα αποτελεί στόχο, αλλά συνέπεια, ενώ απομένει µόνο ο κενός τύπος του, όταν επιλέγεται ως στόχος ο οποίος δεν ακολουθείται από τίποτα. Τόσο ή σάλα του ξενοδοχείου όσο και ο οίκος του Θεού αποτελούν απαντήσεις στο αισθητικό νόημα, το οποίο δηλώνει μέσα τους τις νόμιμες απαιτήσεις του. Ωστόσο, στη δεύτερη περίπτωση το ωραίο διαθέτει μια γλώσσα µε την οποία μαρτυρά ακόμη και εναντίον του εαυτού του, ενώ στην πρώτη μένει βουβό εντός του εαυτού του και δεν ξέρει πως να βρει το άλλο. Στη µε γούστο φτιαγμένη πολυθρόνα του κλαµπ αφήνει την τελευταία του πνοή ο πολιτισμός που είναι στραμμένος στον εξορθολογισμό, ενώ τα διακοσμητικά στοιχεία του εκκλησιαστικού εδράνου είναι γεννημένα απ’την ένταση, ή οποία τους απονέμει εμφανή σημασία. Έτσι, οι ψαλμωδίες, που είναι έκφραση της λατρείας, μετατρέπονται σε ποτπουρί, οι τρόποι των οποίων διεγείρουν την καθαρή μηδαμινότητα, ενώ η κατάνυξη αλλοιώνεται σε ερωτική ευχαρίστηση, η οποία τριγυρνά χωρίς αντικείμενο. (93-95)[1] Βλ. Immanuel Kant, Kritik der Urteilskraft, στου ιδίου, Gesammelte Schriften, τόμ. 5, έκδοση της Βασιλικής Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών, G. Reimer, Βερολίνο 1908, σσ. 203-244, ιδιως σσ. 219-222, 231-236.
[2] Βλ. «Αναλυτική του Υψηλού», ό.π., σσ. 244-266.
[3] Στο ίδιο, σσ. 219-221, επίσης, ιδίως, σ. 236.
Το παρόν ερευνητικό πρόγραμμα ευχαριστεί θερμά τις Εκδόσεις Πλέθρον για την ευγενική παραχώρηση των αποσπασμάτων της μετάφρασης του Γιώργου Σαγκριώτη.