Skip to main content

Ο Νόρμαν Συλβέστερ Χέινερ (1896-1977) ήταν Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα—μεταξύ άλλων—συμπεριλάμβαναν πεδία όπως η νεανική παραβατικότητα, η εγκληματολογία, η οικογένεια και ο γάμος.

Χαρακτηριστικά της ζωής στο ξενοδοχείο (1928) [απόσπασμα]

Μετάφραση από την αγγλική γλώσσα: Χρύσα Μαρίνου

Το απρόσωπο και η αποστασιοποίηση.—Στο μητροπολιτικό ξενοδοχείο ο επισκέπτης δεν είναι παρά ένας αριθμός. Το σημάδι αναγνώρισης είναι ένα κλειδί και η σχέση του με τον οικοδεσπότη είναι εντελώς από-προσωποποιημένη. Η υπόσταση του, αν υποθέσουμε ότι διαθέτει τέτοια, είναι—σχεδόν εξολοκλήρου—ζήτημα εξωτερικής εμφάνισης και «βιτρίνας». Ο γκρουμ και ο σερβιτόρος κρίνουν τον ένοικο κυρίως από το μέγεθος του φιλοδωρήματος που θα αφήσει. Ακόμη και οι κουρείς τον κοιτούν με ψυχρό, πεινασμένο, σταθμιστικό βλέμμα. Η προσωπική φιλόξενη σχέση μεταξύ οικοδεσπότη και ενοίκου στα πανδοχεία και τα χάνια του παρελθόντος έχει αντικατασταθεί από το απρόσωπο και μια τυποποιημένη ορθότητα. Τα τεράστια ξενοδοχεία των μεγάλων μας πόλεων διαθέτουν όλες τις ανέσεις και τις πολυτέλειες που μπορεί να επινοήσει η επιστήμη; έχουν χάσει ωστόσο, όπως και πολλοί άλλοι θεσμοί, την φιλική εξατομίκευση μιας άλλης εποχής.

Ο μοντέρνος ένοικος του ξενοδοχείου είναι χαρακτηριστικά αδιάφορος για το μέρος όπου κοιμάται. Παρά την σωματική εγγύτητα με τους άλλους ενοίκους, κοινωνικά είναι απόμακρος. Ίσως συναντά τους γείτονές του, όμως δεν τους γνωρίζει. «Μπορεί κανείς να αρρωστήσει και να πεθάνει χωρίς καν να ταράξει τα νερά της κοινής ζωής. Χάνει την ταυτότητα του, όπως ο αριθμημένος ασθενής στο νοσοκομείο ή ο εγκληματίας στην φυλακή».”[1]

Όμως ο άνθρωπος είναι σαν το κλήμα. Είναι στη φύση του να έχει δεσμούς και να προσκολλάται. Το να κοπούν οι βλαστοί είναι μεγάλο πλήγμα. Οι κάτοικοι των ξενοδοχείων έχουν, σε μεγάλο βαθμό, κόψει αυτούς τους δεσμούς όχι μόνο με τα πράγματα και τα μέρη, αλλά και με τους άλλους ανθρώπους. Είναι αλήθεια πως είναι ελεύθεροι, όμως συχνά είναι ανήσυχοι και δυστυχείς. «Στο σπίτι θα ένιωθα χαλαρή και ευτυχισμένη; εδώ είμαι συνεχώς ανήσυχη και μάλλον εξαντλημένη».[2]

[1] Από τις αδημοσίευτες εμπειρίες μιας γυναίκας που διανυκτέρευσε σε περίπου τριακόσια ξενοδοχεία και επίσης πέρασε σύντομες περιόδους σε περίπου άλλα διακόσια. Αναφορικά με το παραπάνω, ενδιαφέρον έχει ότι μια μελέτη για τις Αυτοκτονίες στο Σηάτλ του Κάλβιν Σμιντ (θα κυκλοφορήσει προσεχώς), αναφέρει ότι πανω από 50 τοις εκατό των αυτοκτονιών στην περιοχή του κέντρου συνέβησαν σε ξενοδοχεία ή προσωρινά καταλύματα (rooming-houses). [Σ.τ.Μ.: Δεδομένου ότι το κείμενο του Χέινερ δημοσιεύτηκε το 1928, η παρούσα υποσημείωση αναπαράγεται κυρίως για λόγους πιστότητας στο πρωτότυπο]

[2] Από το εκτενές χειρόγραφο μιας νέας γυναίκας η οποία μαζί με την μητέρα της «αναγκάστηκε» να περάσει τέσσερις μήνες σε ένα ξενοδοχείο. Αντιπάθησε το ξενοδοχείο κατά την άφιξη της, αλλά στο τέλος των τεσσάρων μηνών, και παρά μια κρίση συνείδησης, της άρεσε—η τεμπελιά, η ζέστη, η άνεση, η νωθρή ζωή.

Original text:

CHARACTERISTICS OF HOTEL LIFE

Impersonality and detachment.—In the metropolitan hotel the guest is only a number. His mark of identification is a key and his relation to the host is completely depersonalized. His status, in so far as he has any, is almost entirely a matter of outward appearance and “front.” The bellboy and waiter judge a guest largely by the size of tip he is likely to yield. Even the barbers look at him in a cold, hungry, calculating way. The personal hospitable relation between landlord and guest in the inns and taverns of the past has been replaced by impersonality and standardized correctness. The huge hostelries of our great cities have all the comforts and luxuries that science can devise; but they have lost, as have many other institutions, the friendly individuality of an earlier day.

The modern hotel dweller is characteristically detached in his interests from the place in which he sleeps. Although physically near the other guests, he is socially distant. He meets his neighbors, perhaps, but does not know them. “One may be ill and die without producing a ripple on the surface of the common life. One loses his identity as if a numbered patient in a hospital or a criminal in a prison.”[1]

But the human being is like a vine. He is made to have attachments and to tie onto things. If the tendrils are broken it is a great loss. Hotel dwellers have, to a large extent, broken these attachments, not only to things and to places, but to other people. They are free, it is true; but they are often restless and unhappy. “At home I should have felt relaxed and happy; here I am always restless unless quite exhausted.”[2] (789)

[1] From the unpublished hotel experience of a woman who has resided transiently in some three hundred hotels and stayed for brief periods in about two hundred more. It is interesting in this connection that a study of Suicides in Seattle, by Calvin Schmid (soon to be published), indicates that over 50 per cent of the suicides in the downtown area occurred in hotels or rooming-houses.

[2] From a long manuscript written by a young woman who with her mother was “forced” to spend four months in a residential hotel. She disliked the hotel when she first came, but at the end of four months, in spite of a protesting conscience, she liked it—the idleness, the heat, the comfort, the “cushy” life.

Source:

Hayner, Norman S. “Hotel Life and Personality”. American Journal of Sociology 5 (1928): 784-795. The University of Chicago Press. http://www.jstor.org/stable/2765831

 

Leave a Reply