Η Μπεττίνα Ματτίας είναι Καθηγήτρια Γλώσσας και Γλωσσολογίας (Έδρα Maurice R. Greenberg) στο Τμήμα Γερμανικής Λογοτεχνίας του Middlebury College.
Μετάφραση από την αγγλική γλώσσα: Χρύσα Μαρίνου
Η Είσοδος [απόσπασμα]
Όντας ταυτόχρονα κομμάτι της ζωής του δρόμου και του ξενοδοχειακού σύμπαντος, η είσοδος του ξενοδοχείου έχει σχεδιαστεί με σκοπό να δελεάσει τους ανθρώπους να εισέλθουν. Καθώς το χαλί του ξενοδοχείου εκτείνεται πέρα από την είσοδο και πάνω στην άσφαλτο, οι περαστικοί αισθάνονται την απότομη αλλαγή στο βήμα τους όταν διασχίζουν αυτήν τη βελούδινη νησίδα στο πεζοδρόμιο. Οι ήχοι των τακουνιών σβήνουν και ο ρυθμός του πεζού που θυμίζει μαθηματικό διάνυσμα αμφισβητείται από την πιθανότητα της στροφής 90 μοιρών προς την αίθουσα της εισόδου. Οι άνθρωποι που εισρέουν και ξεχύνονται από το κτίριο έρχονται αντιμέτωποι με τον ίδιο γρίφο: αιχμάλωτοι ανάμεσα στον άξονα του δρόμου και εκείνον του ξενοδοχείου, βρίσκονται στη ουδέτερη ζώνη μεταξύ μέσα και έξω, μεταξύ του να μείνουν και να φύγουν, μεταξύ του ατόμου και της μάζας, του ενοίκου και του απλού ανθρώπου, μεταξύ του σκοπού και της σύμπτωσης. Μια μεγάλη μαρκίζα με αστραφτερά γράμματα, με φώτα νέον που αναβοσβήνουν, ή μια μικρή, αξιοπρεπής, χρυσή πλακέτα διακρίνει την είσοδο από όλες τις υπόλοιπες του δρόμου: αυτό το σπίτι έχει όνομα, απαιτεί την προσοχή και τον σεβασμό μας, έχει δική του ταυτότητα. Αντί να μας πουν τα ονόματα όσων βρίσκονται μέσα, συνδέοντας έτσι το κτίριο με τους κατοίκους του, τα γράμματα της πρόσοψης αναφέρονται μόνο στο ίδιο το κτίριο και, εν τέλει, στον ίδιο τους τον εαυτό. Όμως αυτό αρκεί για να αναγνωρίσουμε την νομιμότητα του χώρου. Ο πορτιέρης ή ο γκρουμ, ο κλειδοκράτορας με την αψεγάδιαστη λιβρέα, στέκεται δίπλα στην είσοδο. Αυτός προστατεύει το κτίριο, όχι το αντίστροφο, και διασφαλίζει η συγχώνευση της ζωής του δρόμου και της ζωής που εισρέει και εκρέει από το ξενοδοχείο να γίνεται με στυλ χωρίς οι δυο να συγχέονται. Στρέφεις το βλέμμα προς τα πάνω, αλλά το στέγαστρο της εισόδου μπλοκάρει τον ουρανό. Μόλις το πόδι σου προσέξει την αλλαγή από το πεζοδρόμιο στην μοκέτα, το μάτι σου δεν μπορεί να περιπλανηθεί ψηλότερα από ότι σου επιτρέπει το στέγαστρο. Ενώ προσπαθείς να αποφασίσεις αν πρέπει να μπεις ή όχι, η είσοδος του ξενοδοχείου υπόσχεται ανακούφιση από την απολίτιστη φύση της ζωής του δρόμου,[1] και υποκύπτεις στα θέλγητρα της οργανωμένης άνεσης. Κατευθύνεις τα βήματά σου προς την περιστρεφόμενη πόρτα. (53-4)
[1] Βλ. επίσης Carol Berens, Grand Hotels: Illusion and Reality (New York: McGraw-Hill, 1997): «Ο έλεγχος του δρόμου από το ξενοδοχείο εκφράζει τον εναγκαλισμό ή την περιφρόνη για τον περιβάλλοντα χώρο. Η σχέση με τον δρόμο και η διαδρομή απο τον δρόμο, μέσω της εισόδου, στο λόμπι του ξενοδοχείου αντικατοπτρίζουν την αντίληψη για την αστική του φύση» (7).
Ματτίας, Μπεττίνα. Το Ξενοδοχείο ως Σκηνικό στη Γερμανική και Αυστριακή Λογοτεχνία των Αρχών του Εικοστού Αιώνα: Νέα Υόρκη, Camden House, 2006.
Original Text:
Matthias, Bettina. The Hotel as Setting in Early Twentieth-century German and Austrian Literature: Checking in to Tell a Story. New York: Camden House, 2006.
The Entrance
Part of the street life, part of the hotel’s universe, the entrance is designed to lure people inside. As the hotel’s carpet stretches beyond the entrance door onto the asphalt, the passer-by experiences a change of step when crossing this velvety interruption of the street’s pavement. The sounds of clacking heels are muffled, and the vector-like course of the walker’s stride is challenged with the possibility of a 90-degree change of direction into the entrance hall. People streaming into and out of the building face the same conundrum: caught between the axis of the hotel and that of the street, they occupy the no-man’s land between inside and outside, between staying and passing, between the individual and the mass, guest and ordinary person, between purpose and coincidence. A big marquee with shiny letters, neon lights with flashing colors, or a small, dignified golden plate distinguishes this entrance from all the others in this street: this house has a name, it commands our attention and respect, it has an identity of its own. Instead of telling us the names of those inside its walls, connecting the building to its residents, the letters on the hotel’s façade refer to nothing but the building itself, and ultimately to themselves. But that is enough for us to recognize the place’s legitimacy among the living. A doorman or hotel boy, a gatekeeper in an impeccable livery, stands next to the entrance. He protects the building, not vice versa, and he makes sure that life on the street and life pouring into and out of the hotel merge in style without becoming confused. You look up, but the entrance canopy blocks the sky. Just as your foot takes notice of the change from pavement to carpet, your eye cannot wander higher than the canopy allows. While you try to decide whether you should now enter or not, the hotel’s entrance promises a relief from the uncivilized nature of street life,[1] and you submit to the seductive powers of institutionalized comfort. You direct your steps toward the Revolving Door. (53-4)
[1] See Carol Berens, Grand Hotels: Illusion and Reality (New York: McGraw-Hill, 1997): “The hotel’s command of the street expresses its embrace or disdain of its surroundings. The relationship and progression from the street, through the entrance, and to the lobby reflect its concept of its civic nature” (7).